πολύτεχνος

πολύτεχνος
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος της Αηδόνας, η οποία καυχήθηκε ότι ήταν περισσότερο ευτυχισμένη από την Ήρα επειδή ζούσε αρμονικότερα με τον άντρα της από ό,τι η θεά με τον Δία.
* * *
-η, -ο/πολύτεχνος, -ον, ΝΑ
επιδέξιος ή ασκημένος σε πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης
νεοελλ.
φρ. α) «πολύτεχνα έργα»
μουσ. (κατά την περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) έργα που συνδυάζουν τεχνικές από διάφορες τέχνες σε μια συνεργασία αρμονική
β) «πολύτεχνα μέσα» ή «πολυσχιδή μέσα»
τεχνολ. σύστημα ηλεκτρονικής πληροφόρησης το οποίο συνδυάζει την ένωση ανεξάρτητων μεταξύ τους μέσων ενημέρωσης, όπως λ.χ. κειμένου, σχημάτων, εικόνων που παράγονται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, εικόνων από το βίντεο και ήχου, με τις δυνατότητες ελέγχου και επεξεργασίας τών πληροφοριών αυτών από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τέχνες
2. κατασκευασμένος με πολλή τέχνη, πολυτεχνής* («πολύτεχνον δημιούργημα», Δίων Χρυσ.).
επίρρ...
πολυτέχνως ΝΜΑ
με πολύτεχνο τρόπο, με πολλή τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ομό-τεχνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολύτεχνος — skilled in many arts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτεχνος — η, ο αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυτέχνως — πολύτεχνος skilled in many arts adverbial πολύτεχνος skilled in many arts masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτεχνον — πολύτεχνος skilled in many arts masc/fem acc sg πολύτεχνος skilled in many arts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέχνου — πολύτεχνος skilled in many arts masc/fem/neut gen sg πολυτέχνης skilled in divers arts masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέχνους — πολύτεχνος skilled in many arts masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέχνων — πολύτεχνος skilled in many arts masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέχνῳ — πολύτεχνος skilled in many arts masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτεχνε — πολύτεχνος skilled in many arts masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύτεχνοι — πολύτεχνος skilled in many arts masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”